Brooklyn Bridge
Είχα πάρει το αεροπλάνο για Νέα Υόρκη πέντε μήνες πριν. Μπορεί να ήταν και παραπάνω από πέντε, δεν είμαι σίγουρος, αλλά δεν έχει καθόλου σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι βρισκόμουν στην Νέα Υόρκη εκείνες τις μέρες. Το ότι βρισκόμουν σε αυτήν την πόλη είναι τελείως άσχετο με το ότι υπάρχει η πιθανότητα, έστω κι αν είναι μικρή, να ζούσα εκεί. Υπήρχα, αλλά δεν υπήρχα. Μέσα από τους μακρινούς μου περιπάτους, τις νυχτερινές ιδεοληψίες μου και τα νυχτερινά μου ξεσπάσματα σε οίκους ανοχής μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι ζούσα στη Νέα Υόρκη. Στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι πολύ μακριά από την αλήθεια. Ουσιαστικά η Νέα Υόρκη ήταν η μητέρα μου και εγώ το αγέννητο ακόμα παιδί που υπήρχα μέσα στην κοιλιά της. Μόνο που αντί να μεγαλώνω και να προετοιμάζω την έξοδο μου από εκείνη τη φυλακή, εγώ αντιθέτως βουλιάζα όλο και περισσότερο μέσα της. Λειτουργούσα βάση της πόλης, ακολουθούσα το αλάνθαστο ρολόι της και οι ώρες αποκτούσαν όλο και λιγότερο νόημα. Ξυπνούσα όποτε ξυπνούσε αυτή και κοιμόμουν όποτε κοιμόταν αυτή. Μα θα μου πείτε "μία πόλη δεν ξυπνάει, δεν κοιμάται, δεν έχει ζωή". Και ίσως να έχετε και δίκιο, για οποιαδήποτε άλλη πόλη εκτός από αυτή. Η Νέα Υόρκη έχει ζωή. Ζει μέσα από τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν εκεί. Αν βάλεις το κεφάλι σου σε έναν από τους τοίχους της θα ακούσεις ανθρώπους να μιλάνε. Και μπορεί αυτή η συνομιλία που θα ακούσεις να έγινε το προηγούμενο πρωί ή να χρονολογείται εκατό χρόνια πίσω.
Ας μιλήσουμε όμως για μένα. Ήταν αλήθεια πως εγώ υπήρχα στην πόλη αλλά δε ζούσα σε αυτή, εκείνη ζούσε για μένα. Υπήρχα μόνο για να σκορπίζω τα σκατά μου στους υπονόμους και να πετάω τα πακέτα από μισοφαγωμένα ντιλίβερι στα σκουπίδια ή συγκεκριμένα στον κάδο που βρισκόταν δύο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι μου. Ήταν μεγάλη η διαδρομή για αυτό και προσπαθούσα να αλλάζω πάνες όσο πιο σπάνια γινόταν, δεν ήθελα να αφήσω πολλές βρωμιές πίσω μου. Όταν κάποιος ζει για μεγάλο διάστημα όπως εγώ, απόκτα γιατρειά στο φόβο του θανάτου, γίνεται ατρόμητος. Φυσικά, ποτέ δεν αργεί να ψαχτεί γύρω από το θέμα των ναρκωτικών. Όταν έπιασα να γράψω αυτές τις αράδες σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερα να μη σας πω την αλήθεια, να μη βγάλω τα άπλυτά μου στη φόρα. Φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να σας πω τι θα είχε γίνει αν δεν είχα συναντήσει εκείνον τον άνδρα τρία καλοκαίρια πριν σε ένα κατάστημα με ρούχα. Το μετάνιωσα όμως ακόμα και που έκανα αυτή τη σκέψη. Θα σας πω τα γεγονότα όπως πραγματικά συνέβησαν ή όπως εγώ τα αντιλήφθηκα τουλάχιστον. Δε θα κάνω συντομεύσεις, ούτε κοψίματα. Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Κεφάλαιο 1 "Την αλήθεια..."
Δοκίμαζα ένα μαύρο σακάκι και ένα γκρίζο υφασμάτινο παντελόνι όταν άκουσα κάποιον έξω από το παραβάν να φωνάζει διακριτικά το όνομά μου. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν μέσα στο μυαλό μου, κάνείς δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί άλλωστε. Κανείς δεν ήξερε ότι ήμουν στη γαμημένη τη Νέα Υόρκη, όχι και να γνωρίζει ότι είχα πάει εκείνο το πρωινό της δεκάτης Ιανουαρίου στο γαμημένο κατάστημα ρούχων. Όταν ο ήχος επαναλήφθηκε ένιωσα έναν ανεξήγητο τρόμο. Το μυστικό μου είχε αποκαλυφθεί σε κάποιον. Ένας άνθρωπος σε αυτήν την πόλη των τόσων εκατομμυρίων ήξερε πως ήμουν και εγώ εκεί. Είχα χάσει το στοίχημα με τον εαυτό μου. Κούμπωσα τα τελευταία κουμπιά του πουκαμίσου, για να τραβήξω ύστερα τη διαχωριστική κουρτίνα και να δω ένα μικρόσωμο άντρα. Ήταν ένας άνδρας, που στην ουσία είχε ύψος αγοριού και μαλλιά ηλικιωμένου. Μου χάρισε ένα χαμόγελο και με ρώτησε.
"Εσείς είστε ο Ντάνιελ Κουίν;"
"Ναι ο ίδιος. Τι θέλετε;"
"Κοιτάξτε, είναι πολύ σημαντικό. Είστε ο Ντάνιελ Κουίν;"
"Σας είπα ότι αυτός είμαι".
"Τότε έλατε πιο κοντά για να μιλήσουμε άνετα και χωρίς να φωνάζουμε".
Ο άνδρας νόμιζε ότι φώναζα λόγω της απόστασης αλλά στην ουσία φώναζα γιατί ο τρόμος μου είχε δώσει τη θέση του στον εκνευρισμό μου. Τον πλησίασα και ανταλλάξαμε μία χειραψία, ψυχρή.
"Πως σας λένε εσάς;" ρώτησα.
"Αυτό δεν έχει σημασία. Εξυπηρετώ έναν πρόεδρο ποδοσφαιρικής ομάδας. Θα ήθελε να αναλάβετε εσείς το ηνία του συλλόγου του. Θέλει να γίνετε προπονητής της ομάδας του".
"Ποδόσφαιρο είπατε; Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο; Έντεκα παίκτες που κλωτσάνε μία μπαλίτσα που τρέχουν πάνω κάτω;"
"Ακριβώς".
"Μα εγώ δεν έχω ιδέα από ποδόσφαιρό. Συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων είμαι. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει".
"Δεν είστε ο Ντάνιελ Κουίν;"
"Ναι μα..."
"Τότε δεν έχει γίνει κανένα λάθος. Οι πληροφορίες μου λένε ότι δεν έχετε καθόλου χρήματα. Είναι αλήθεια;"
Δίστασα αλλά τελικά ένευσα καταφατικά.
"Τότε γιατί δεν αναλαμβάνετε την πρόκληση να δείτε πως θα πάει. Ο κόσμος του βιβλίου δεν είναι πάντα γενναιόδωρος κύριε Κουίν. Θα αντιμετωπίσετε δυσκολίες. Πηγαίντε να συναντήσετε τον πρόεδρο και ύστερα θα δούμε πως θα πάει. Δε σας κρατάει κανείς δεμένο".
Για μια στιγμή έπαιξα με την ιδέα να αποδεχτώ την πρόταση. Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν το ποδόσφαιρο; Βάζεις τους παίκτες να κάνουν τα πάντα για σένα ενώ εσύ κάθεσαι και τους φωνάζεις. Ύστερα όμως εγκατέλειψα αμέσως την ιδέα. Σκοπός της ζωής μου ήταν η συγγραφή, τα βιβλία και το μελάνι πάνω σε φρεσκοτυπωμένο χαρτί. Είχα γράψει δύο βιβλία που πήγαν άπατα στις αγορές, όμως αυτόν τον καιρό έγραφα κάτι που ένιωθα ότι άξιζε όλη την ενέργεια που είχα μέσα μου. Άξιζε τον κόπο, πάντα τον άξιζε και θα τον αξίζει. Δεν ήμουν προπονητής, ήμουν συγγραφέας. Μέχρι το θάνατο.
"Δυστυχώς δε μπορώ να δεχτώ. Πρέπει να συγκεντρωθώ στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος και..."
"Καταλαβαίνω. Πάντως αν κάποια στιγμή μετανοιώσετε μη διστάσετε".
Μου έδωσε μία κάρτα με ένα τηλέφωνο και με άφησε μόνο στη μέση του καταστήματος ρούχων με το ξεκούμπωτο παντελόνι μου να κρέμεται. Γεμάτος αμφιβολίες, απορίες, σήκωσα το παντελόνι, κρύβοντας τα τριχωτά μου μπούτια και μπήκα πάλι στο δοκιμαστήριο.
Κεφάλαιο 2 "...και μόνο την αλήθεια"
Κάλεσα το τηλέφωνο που μου έδωσε το ίδιο κιόλας βράδυ. Δεν είχα αντέξει τη θέα του άδειου μου ψυγείου, του χαλασμένου μου ντουζ και του σπασμένου μου πικάπ. Αν συνέχιζα να ζω σε αυτήν την κατάσταση θα πέθαινα. Χρειαζόμουν χρήματα, όχι πολλά, όσα είναι απαραίτητα για να ζήσω. Το όνειρο μπορούσε να με περιμένει. Το ίδιο κι εγώ.
Έξω από το παράθυρό μου έβλεπα την πόλη που έμοιαζε, περισσότερο τότε παρά ποτέ άλλοτε, ζωντανή. Σαν οι δρόμοι της να είχαν ψυχή. Περίμενα πέντε ολόκληρα χτυπήματα απελπισίας και απογοήτευσης μέχρι που άκουσα κάποιον να σηκώνει το ακουστικό από την άλλη γραμμή. Αναγνώρισα αμέσως τη βαθειά φωνή του ηλικιωμένου άνδρα. Η παύση με είχε κάνει να ξεχάσω τι είχα σχεδιάσει να πω. Για μια στιγμή δεν είπα τίποτα.
"Εμπρός" άκουσα τον άνδρα που είχα συναντήσει στο κατάστημα να λέει.
"Γεια σας, Ντάνιελ Κουίν εδώ".
Ο άνδρας από την άλλη γραμμή δεν είπε τίποτα. Ίσως να περίμενε εμένα να μιλήσω.
"Σκέφτομαι να αποδεχθώ την πρότασή σας" είπα.
"Το σκέφτεστε ακόμα ή το αποφασίσατε;"
"Το αποφάσισα".
"Το ήξερα ότι θα πάρετε τη σωστή απόφαση. Τώρα μιλάτε σωστά, με λογική, και όχι με ιδέες παρμένες από ξεχασμένα όνειρα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που πήρατε αυτήν την απόφαση. Όχι μόνο για τον εργοδότη μου αλλά και για εσάς. Ανησύχησα όταν έμαθα την κατάστασή σας. Ούτε ένας που να ρώτησα σε αυτήν την πόλη δεν ήξερε να μου πει το όνομά σας. Ειλικρινά χαίρομαι που γυρίσατε. Ποιος θα ήθελε να ζήσει μία ζωή περιγράφοντας τις ζωές των άλλων, ενώ έχει εγκαταλείψει πλήρως τη δική του; Η ζωή είναι δική σας πάλι. Μη χαραμίσετε την ευκαιρία που σας δίνετε. Σας παρακαλώ".
"Το ερώτημα είναι πως με βρήκε ο εργοδότης σας, εφ' όσον κανείς δε γνώριζε ότι βρισκόμουν εδώ".
"Η θεία τύχη ίσως". Τον άκουσα να γελάει. "Λοιπόν, θα συναντήσετε τον Πίτερ Στίλμαν. Πίτερ Στίλμαν, σημειώστε το. Αύριο, το πρωί".
Μου έδωσε μία διεύθυνση στην ανατολική πλευρά της πόλης και με καληνύχτισε. Το χαρτάκι με το τηλέφωνό του βρισκόταν ακόμα ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο μου. Τότε ήταν που έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Πέταξα εκείνο το μικρό κομμάτι από χαρτί στα σκουπίδια και διέγραψα τον αριθμό από το κινητό μου. Κάθε μου επαφή με τον άνδρα που με είχε σώσει από τους νεκρούς είχε κοπεί έτσι απότομα. Δεν τον είδα ποτέ ξανά από το τότε και το μετάνιωσα πικρά. Μακάρι να είχα κρατήσει εκείνο το μικρό χαρτάκι μέσα σε κάποιο συρτάρι ίσως, που θα το έβγαζα στην πρώτη ευκαιρία. Ήταν πολύ μακρινό για να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Εκείνο το βράδυ ήταν το πρώτο μου βράδυ στη χώρα των ζωντανών. Εκείνη η νύχτα σήμανε τη δική μου αναγέννηση.